γαλακτικό οξύ

γαλακτικό οξύ
(α–οξυπροπιονικό οξύ). Οργανική ένωση που ανήκει στην ομάδα των οξυοξέων· αντιδρά και ως οξύ και ως βάση. Είναι υγρό πυκνόρρευστο, διαλυτό σε νερό, αλκοόλη και αιθέρα. Παράγεται κατά τη γαλακτική ζύμωση της γλυκόζης και του γαλακτοσακχάρου από γαλακτοβάκιλους, όπως ο bacillus lacticus. Απομονώθηκε από τον Σέελε το 1780· βρίσκεται στους μυς των ανώτερων ζώων, στο τυρί, στο γιαούρτι και στο ξινόγαλο. Το γ.ο. έχει στο μόριό του ένα ασύμμετρο άτομο άνθρακα και έτσι υπάρχει σε δύο μορφές οπτικά ενεργές και μία αδρανή (ισομέρεια). Χρησιμοποιείται στη βαφική, στην ιατρική, στην τεχνολογία τροφίμων και στη βυρσοδεψία. (Ιατρ.) Το γ.ο. βρίσκεται στο γαστρικό υγρό, στους μυς, στο συκώτι, στο αίμα και στους ιστούς του σώματος ως προϊόν της αναερόβιας διάσπασης των σακχάρων στον οργανισμό. Στον μυ βρίσκεται μετά τη σύσπασή του, όταν αυτή γίνεται υπό συνθήκες ανεπαρκούς προσφοράς οξυγόνου (κράμπες, μυϊκός κάματος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτική ζύμωση — Ζύμωση που επιτρέπει τον μετασχηματισμό των υδατανθράκων με την επίδραση γαλακτικών βακτηριδίων ή γαλακτοβακίλων σε γαλακτικό οξύ. Τα γαλακτικά βακτηρίδια διακρίνονται σε βακτηρίδια ομοζύμωσης που διασπούν τους μονοσακχαρίτες με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτικός — ή, ό (Α γαλακτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γάλα ή προέρχεται απ αυτό 2. φρ. α) «γαλακτική ζύμωση» η μετατροπή σακχάρου σε γαλακτικό οξύ 6) «γαλακτικό οξύ» οργανική ένωση που περιέχεται σε ορισμένους φυτικούς χυμούς,… …   Dictionary of Greek

  • Μάγερχοφ, Ότο Φριτς — (Otto Fritz Meyerhoff, Ανόβερο 1884 – 1951). Γερμανός φυσιολόγος και βιοχημικός. Σπούδασε ιατρική σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Το αρχικό του ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία και την ψυχολογία, που τον είχε οδηγήσει σε αξιόλογες για την εποχή του… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • μικροβιολογία — Η επιστήμη που μελετά τους βιολογικούς και ανοσοβιολογικούς χαρακτήρες των βακτηριδίων. Η ύπαρξη πολύ μικρών οργανισμών, ικανών να προκαλέσουν και να μεταδώσουν λοιμώδη νοσήματα στον άνθρωπο, στα ζώα και στα φυτά, άρχισε να απασχολεί τον 16o… …   Dictionary of Greek

  • μουραμικός — και μουραμινικός, ή, ό φρ. «μουραμι(νι)κό οξύ» (βιοχ.) ετεροζίτης που λαμβάνεται από τη γλυκοζαμίνη και το γαλακτικό οξύ …   Dictionary of Greek

  • υδρακρυλικός — ή, ό, Ν «υδρακρυλικό οξύ» χημ. άκυκλη κορεσμένη οργανική χημική ένωση, υδροξυοξύ, ισομερές με το γαλακτικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. hydracrylique < hydr (< υδρ[ο] *) + acrylique (βλ. ακρυλικός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”