οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
γαλακτική ζύμωση — Ζύμωση που επιτρέπει τον μετασχηματισμό των υδατανθράκων με την επίδραση γαλακτικών βακτηριδίων ή γαλακτοβακίλων σε γαλακτικό οξύ. Τα γαλακτικά βακτηρίδια διακρίνονται σε βακτηρίδια ομοζύμωσης που διασπούν τους μονοσακχαρίτες με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
γαλακτικός — ή, ό (Α γαλακτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γάλα ή προέρχεται απ αυτό 2. φρ. α) «γαλακτική ζύμωση» η μετατροπή σακχάρου σε γαλακτικό οξύ 6) «γαλακτικό οξύ» οργανική ένωση που περιέχεται σε ορισμένους φυτικούς χυμούς,… … Dictionary of Greek
Μάγερχοφ, Ότο Φριτς — (Otto Fritz Meyerhoff, Ανόβερο 1884 – 1951). Γερμανός φυσιολόγος και βιοχημικός. Σπούδασε ιατρική σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Το αρχικό του ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία και την ψυχολογία, που τον είχε οδηγήσει σε αξιόλογες για την εποχή του… … Dictionary of Greek
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
μικροβιολογία — Η επιστήμη που μελετά τους βιολογικούς και ανοσοβιολογικούς χαρακτήρες των βακτηριδίων. Η ύπαρξη πολύ μικρών οργανισμών, ικανών να προκαλέσουν και να μεταδώσουν λοιμώδη νοσήματα στον άνθρωπο, στα ζώα και στα φυτά, άρχισε να απασχολεί τον 16o… … Dictionary of Greek
μουραμικός — και μουραμινικός, ή, ό φρ. «μουραμι(νι)κό οξύ» (βιοχ.) ετεροζίτης που λαμβάνεται από τη γλυκοζαμίνη και το γαλακτικό οξύ … Dictionary of Greek
υδρακρυλικός — ή, ό, Ν «υδρακρυλικό οξύ» χημ. άκυκλη κορεσμένη οργανική χημική ένωση, υδροξυοξύ, ισομερές με το γαλακτικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. hydracrylique < hydr (< υδρ[ο] *) + acrylique (βλ. ακρυλικός)] … Dictionary of Greek